Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὦπολλον — Ἄπολλον , Ἀπόλλων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώπολλον — Α (δωρ. τ.) κράση αντί ὦ Ἄπολλον … Dictionary of Greek